- μεταλλωρύχος
- ο горняк, горнорабочий; рудокоп (уст. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταλλωρύχος — ο (Α μεταλλωρύχος) αυτός που εργάζεται σε μεταλλεία, μεταλλευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + ωρύχος (< ὀρύσσω). Το ω τού τύπου οφείλεται στη λειτουργία του νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
μεταλλωρύχος — ο ο εργάτης μεταλλείου, ο μεταλλουργός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… … Dictionary of Greek
μεταλλευτήρ — μεταλλευτήρ, ῆρος, ὁ (Α) μεταλλευτής, μεταλλωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλεύω + επίθημα τήρ (πρβλ. μεταλλακ τήρ)] … Dictionary of Greek
μεταλλευτής — ο (Α μεταλλευτής) [μεταλλεύω] αυτός που αναζητεί και εξορύσσει μετάλλευμα, μεταλλωρύχος αρχ. μεταλλουργικός … Dictionary of Greek
μεταλλεύς — μεταλλεύς, έως, ὁ (Α) [μέταλλον] 1. μεταλλευτής, μεταλλωρύχος 2. ως κύριο όν. Μεταλλεύς τίτλος έργων τού Φερεκράτους και τού Νικομάχου 3. (κατά τον Ησύχ.) είδος μυρμηγκιού … Dictionary of Greek
μεταλλικός — ή, ό (Α μεταλλικός, ή, όν) [μέταλλο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέταλλο ή μοιάζει με μέταλλο («μεταλλική λάμψη») 2. κατασκευασμένος ή παρασκευασμένος από μέταλλο (α. «μεταλλικά έπιπλα» β. «μεταλλικά νομίσματα» γ. «μεταλλικά φάρμακα»,… … Dictionary of Greek
μεταλλουργός — ο (Α μεταλλουργός) αυτός που εργάζεται σε μεταλλείο, μεταλλωρύχος νεοελλ. 1. τεχνίτης που κατεργάζεται μέταλλα 2. επιστήμονας που ασχολείται με τη μεταλλουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + ουργός*] … Dictionary of Greek
μεταλλουργώ — (Α μεταλλουργῶ, έω) [μεταλλουργός] κατεργάζομαι μέταλλα αρχ. παθ. μεταλλουργοῡμαι εργάζομαι σε μεταλλείο, είμαι μεταλλωρύχος, εξορύσσω μέταλλα … Dictionary of Greek
μεταλλωρυχείο — το [μεταλλωρύχος] ο ρυχείο εξαγωγής μεταλλευμάτων, μεταλλείο, το μέρος όπου γίνεται συστηματική εξόρυξη μεταλλοφόρων ορυκτών … Dictionary of Greek
ορυκτήρ — ὀρυκτήρ, ῆρος, ὁ, Μ θηλ. ὀρυκτρίς (Α) εργάτης ορυχείου, μεταλλωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρύσσω + επίθημα τήρ / τρίς (πρβλ. πρακ τήρ)] … Dictionary of Greek